Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Η στατιστική στην υπηρεσία της προπαγάνδας



Δυο οικονομικές εκθέσεις, τη βδομάδα που μας πέρασε, ήρθαν να δείξουν, με τρόπο που πιο εύγλωττος δεν θα μπορούσε να γίνει, τον ιδεολογικό χαρακτήρα της οικονομικής επιστήμης, που εξ αιτίας αυτού του λόγου και μόνο, θα έπρεπε να διαγραφεί από τις τάξεις των επιστημών, τη γκεμπελικής έμπνευσης παραχάραξη και χειραγώγηση των υποτιθέμενων ουδέτερων αριθμών και στατιστικών στοιχείων με σκοπό την προώθηση συγκεκριμένου πολιτικού αποτελέσματος, και το βρώμικο ρόλο «ευυπόληπτων» και αντικειμενικών δημόσιων οργανισμών και επιστημόνων, ως αγωγών για τη διοχέτευση δήθεν αδιάβλητων συμπερασμάτων σε μια πολιτική εξουσία, που χρειάζεται το επιστημονικό λούστρο για να ξεπλένει τις σκληρές και άδικες πολιτικές της, και σε ένα ήδη δασκαλεμένο στη μισαλλοδοξία και τον κανιβαλισμό, κοινό, που ψάχνει για εξωτερικούς εχθρούς. Ειδικά το γερμανικό.

Η πρώτη εξ αυτών [1], προερχόμενη από το παραμάγαζο του Βερολίνου, την ΕΚΤ, βιάζοντας με ξεδιάντροπο τρόπο τη στατιστική και την κοινή εμπειρία, εμφανίζει το διάμεσο γερμανικό νοικοκυριό, από άποψη φτώχειας, στον πάτο της ευρωζώνης, με τα ισπανικά και ιταλικά στη δεύτερη και τρίτη θέση αντιστοίχως και με τα ελληνικά σε ιδιαίτερη περίοπτη θέση, τέσσερεις θέσεις πάνω από τα γερμανικά, και με διπλάσιο πλούτο στα 100,000 ευρώ. Ο στόχος φυσικά προφανής, ο εκβιασμός, δηλαδή, της γερμανικής κοινής γνώμης ενάντια στη χρηματοδότηση του Νότου, με τρόπο δανεισμένο από τα βορβορώδη δημοσιεύματα των κίτρινων φυλλάδων Bild και Focus.

Όπως ήταν φυσικό η έκθεση της ΕΚΤ αναπαράχθηκε επιλεκτικά και με κραυγές χαιρεκακίας από διατεταγμένους δημοσιογράφους των WSJ,Financial Times, Frankurter Allgemeine κ.ά, ταυτόχρονα όμως ξεσήκωσε και ένα κύμα οργής ανάμεσα σε όσους διέθεσαν αρκετή θέληση και υπομονή για να εντοπίσουν και να ξεσκεπάσουν τη λαθροχειρία. Και πίσω απ’ αυτή και τα γερμανικά άπλυτα, όπως οι πολύ χαμηλοί μισθοί, στα επίπεδα των €400 για το 19% των επισφαλώς εργαζομένων, η στασιμότητα των μισθών καθ’ όλη τη δεκαετία του ευρώ, και η εκρηκτική ανισότητα στην κατανομή του πλούτου.

Ο Wolfgang Münchau [2] σε κείμενό του στους FT (14/4), εντοπίζει τους παράγοντες από τους οποίους προκύπτει η εικόνα του Γερμανού, ως φτωχού συγγενή της ευρωζώνης, αφ’ ενός στην υπερπροβολή απ’ όλες τις μεριές μόνο του διάμεσου και όχι του μέσου πλούτου, και αφ’ ετέρου στις υπαρκτές διαφορετικές συναλλαγματικές ισοτιμίες του ευρώ εντός της ίδιας της Ευρωζώνης, και συγκεκριμένα στο υποτιμημένο γερμανικό ευρώ σε σχέση με τα υπερτιμημένα του Νότου. Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν συνιστά νομισματική ένωση, το φάσμα διάλυσης της οποίας, τώρα και με την πραγματικότητα του «κυπριακού ευρώ», γίνεται ακόμα πιο έντονο.

Ο διάμεσος, ως στατιστικό μέγεθος έχει νόημα κυρίως για την ανάδειξη της κατανομής πλούτου στο εσωτερικό μιας χώρας, π.χ. ο πλούτος του άνω 10% σε σχέση με το κάτω 10%. Όταν πρόκειται, όμως, για συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών χωρών, η ποσότητα που έχει νόημα είναι η μέση τιμή. Με βάση αυτό το μέγεθος, η εικόνα για το μέσο γερμανικό νοικοκυριό γίνεται εντελώς διαφορετική, μιας και εμφανίζεται με τετραπλάσιο πλούτο, και ως εκ τούτου η ιεραρχία εντός της ΕΖ αλλάζει δραματικά.

Με την κριτική της έκθεσης της ΕΚΤ και την πολιτική της εκμετάλλευση, καταπιάνονται και οι Paul De Grauwe (LSE) και Yuemei Ji (Uni. of Leuven) [3], σε άρθρο τους στο Voxeu (16/4), από το οποίο, μέσω της μεγάλη διαφοράς ανάμεσα στο διάμεσο και μέσο πλούτο του γερμανικού νοικοκυριού, προκύπτει και η μεγάλη ανισότητα στην κατανομή του, κάτι για το οποίο, ως φαίνεται, οι απλοί Γερμανοί δεν είναι επαρκώς πληροφορημένοι. Υπάρχει πλούτος στη Γερμανία, μόνο που αυτός συνωστίζεται στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια και δεν γίνεται εύκολα ορατός από την πλειοψηφία. Για παράδειγμα, το εισοδηματικά ανώτερο 20% είναι πλουσιότερο κατά 149 φορές από το κατώτερο 20%. Τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει η Γαλλία, με την απόσταση να μειώνεται στις 84 φορές.

Το δεύτερο γεγονός της εβδομάδας ήταν ο σάλος που ξεσηκώθηκε από την «ατίμωση» του πολυβραβευμένου και πολυδιαβασμένου βιβλίου «This Time is Different», των Reinhart & Rogoff από το Ηarvard, περί της ιστορίας των δημοσιονομικών κρίσεων, το οποίο με τα συμπεράσματά του για τον optimum λόγο εξωτερικού χρέους προς ανάπτυξη στο 90%, έδινε ουσιαστικά άλλοθι στις κυβερνήσεις για την δικαιολόγηση του μονόδρομου των πολιτικών λιτότητας. Κοντολογίς, οι Herndon, Ash and Pollin [4], (Uni of Massachusetts) (16/4), στην προσπάθειά τους να αναπαράγουν τα αποτελέσματα των R&R, αντιλήφθηκαν παράταιρη στάθμιση και επιλεκτική χρήση των δεδομένων, ώστε να ταιριάζουν με προειλημμένα συμπεράσματα, καθώς και λάθη στο υπολογιστικό τους πρόγραμμα.
Είναι άλλωστε γνωστή η περιστρεφόμενη πόρτα ανάμεσα στο Harvard και τα υπόλοιπα πανεπιστήμια της Ivy League και τον Λευκό Οίκο. Ξανακάνοντας τους υπολογισμούς από την αρχή, οι ΗΑP κατέληξαν σε αντίθετο συμπέρασμα, ότι δηλαδή ένα δημόσιο χρέος που υπερβαίνει το 90% μπορεί να φέρει ανάπτυξη 2.2% και όχι ύφεση.

Οι δυο περιπτώσεις που εκθέσαμε θα λογίζονταν ως απόλυτα κοινές και τετριμμένες αν παρέμεναν εντός των ακαδημαϊκών πλαισίων, όπου και θα εντάσσονταν στις συνηθισμένες επιστημονικές διαμάχες. Όπως είδαμε όμως, δεν είναι έτσι. Το ξεσκέπασμά τους δεν έχει να κάνει με την αυτογνωσία των λαών, αλλά με την αποκάλυψη της νοθείας των υπεράνω πάσης υποψίας εργαλείων που χρησιμοποιεί η εξουσία για να χειραγωγεί.



[1] ECB, «The Eurosystem Household Finance and Consumption Survey», http://www.ecb.int/

[2] Wolfgang Münchau, «The riddle of Europe’s single currency with many values», http://www.ft.com/

[3] Paul De Grauwe, Yuemei Ji, «Are Germans really poorer than Spaniards, Italians and Greeks?», http://www.voxeu.org/

[4] HAP, «Does High Public Debt Consistently Stifle Economic Growth? A Critique of Reinhart and Rogoff», http://www.peri.umass.edu/


Πηγή: e-cynical

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις